- καινουργής
- ης, ες, καινούργιος, α, ο новый;
έχουμε τίποτε καινουργήςιο; — что нового?, какие новости?
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έχουμε τίποτε καινουργήςιο; — что нового?, какие новости?
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καινουργής — ές (Α καινουργής, ές) 1. πρόσφατα κατασκευασμένος, αμεταχείριστος, καινούργιος 2. φρ. «από καινουργής» εξ αρχής, εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καινο Fεργής με σίγηση τού F και συναίρεση < καινός + (F)εργής (< (F)ἔργον), πρβλ. αληθ ουργής, νε… … Dictionary of Greek
καινουργές — καινουργής newly made masc/fem voc sg καινουργής newly made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινουργεῖ — καινουργέω make new pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καινουργέω make new pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) καινουργής newly made masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) καινουργής newly made masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινουργεῖς — καινουργέω make new pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) καινουργής newly made masc/fem acc pl καινουργής newly made masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινουργῶν — καινουργέω make new pres part act masc nom sg (attic epic doric) καινουργής newly made masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) καινουργός producing changes masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)